- νευρίον
- νευρίονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νευρίον — (I) νευρίον, τὸ (Α) [νεύρον] υποκορ. τού νεύρον. (II) νευρίον, τὸ (Α) [νευρά] υποκορ. τού νευρά … Dictionary of Greek
νευρία — νευρίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευρίου — νευρίον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευρίων — νευρίον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευρίῳ — νευρίον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… … Dictionary of Greek